- ἀμφισβητεῖ
- ἀμφισβητέωgo asunderpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀμφισβητέωgo asunderpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφισβήτει — ἀ̱μφισβήτει , ἀμφισβητέω go asunder imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀμφισβητέω go asunder pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀμφισβητέω go asunder imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι … Dictionary of Greek
αμφισβητητικός — ή, ό (Α ἀμφισβητητικός, όν) [ἀμφισβήτητος] 1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο 2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική η τέχνη τής αμφισβήτησης 4. (το ουδέτερο ως… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. φέρνω αντιρρήσεις, δε δέχομαι κάτι σαν βέβαιο: Ήταν ικανός να αμφισβητεί ακόμη και μια μαθηματική αλήθεια. 2. παρουσιάζω αξιώσεις για κάτι: Αμφισβητεί κι αυτός την κληρονομιά της γιαγιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβάν-γκαρντ — (avant garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική. * * * η 1. όρος που αναφέρεται σ εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες,… … Dictionary of Greek
αδιαφιλονίκητος — η, ο [διαφιλονικώ] 1. αυτός που δεν τόν διαμφισβήτησε κανείς («αδιαφιλονίκητη αλήθεια») 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αμφισβητεί, αναμφίβολος, αναντίρρητος, αναμφισβήτητος («αδιαφιλονίκητα προσόντα») … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αμφισβητίας — ο [αμφισβητώ] αυτός που συστηματικά αμφισβητεί επικρατούσες απόψεις και καθιερωμένες αξίες ή αρχές, αντιρρητικός, επιρρεπής στην αντιλογία και την άρνηση … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek